λατομικός

λατομικός
λᾱτομ-ικός, ή, όν,
A for quarrying stones,

σίδηρος D.S.3.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λατομικός — ή, ό (Α λατομικός, ή, όν) [λατόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο αρχ. κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου …   Dictionary of Greek

  • λατομική — λατομικός for quarrying stones fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομικῷ — λατομικός for quarrying stones masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”